- πολεμόχαρος
- -η, -οπολεμοχαρής, φιλοπόλεμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό-χαρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαμαντολόγχας — ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α) ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός «ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + λόγχη] … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
αρειμάνιος — α, ο επίρρ. α άγριος, πολεμόχαρος (συνήθως ειρωνικά): Είχε ύφος αρειμάνιο, σχεδόν προκλητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)